- τρήση
- [-ις (-εως)] η просверливание; прокалывание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τρήση — η/τρῆσις, ήσεως, ΝΜΑ 1. διάτρηση, τρύπημα 2. οπή, άνοιγμα («τρήσεις κοσκίνου», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρη τής δισύλλαβης ρίζας τερη (βλ. λ. τετραίνω, τιτρώσκω), με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν + κατάλ. σις] … Dictionary of Greek
γεώτρηση — Μέθοδος διάτρησης του εδάφους, μερικές φορές σε σημαντικό βάθος, που πραγματοποιείται με τη διάνοιξη οπών σχετικά μικρής διαμέτρου (μέγιστο 60 εκ.). Ο κύριος σκοπός της γ. είναι η έρευνα του υπεδάφους είτε για την εξακρίβωση της γεωλογικής… … Dictionary of Greek
οδοντότρηση — η ιατρ. σχηματισμός κοιλότητας στο δόντι που προκαλείται είτε από τερηδόνα είτε με ειδικό ιατρικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τρήση] … Dictionary of Greek
τερεβράτουλα — (terebratula). Γένος βραχιονόποδων μαλακιοειδών της οικογένειας των τερεβρατουλιδών. Ζουν στις πολικές θάλασσες και σε μεγάλο βάθος. Τα άτομα που ζουν σήμερα είναι ελάχιστα, σε σύγκριση με τα πολύαριθμα είδη που ζούσαν στις πρωτογενείς και… … Dictionary of Greek